χρονοφωτογράφος

χρονοφωτογράφος
ο, Ν
φωτογραφική συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η χρονοφωτογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronophotograph < χρόνος + φωτογράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρονοφωτογραφώ — έω, Ν [χρονοφωτογράφος] φωτογραφώ τις κινήσεις αναλύοντάς τις σε ίσα και μικρά χρονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”